Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) - Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD)

“Διαταραχή Υπερκινητικότητας”, “Υπερκινητικότητα”, “Ελλειμματική Προσοχή” και “Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)”(Attention-Deficit Hyperactivity Disorder, (ADHD)” είναι όλοι όροι που χρησιμοποιούνται από τους επιστήμονες για να περιγράψουν το ίδιο σύνδρομο. Όλοι αυτοί οι όροι ίσως προκαλούν σύγxυση, περιγράφουν όμως το πρόβλημα παιδιών που υποφέρουν από ένα συνδυασμό προβλημάτων σχετικά με την υπερκινητικότητα, τη διάσπαση προσοχής και την αυθόρμητη ενέργειά τους. Το σύνδρομο αυτό είναι μια διαταραχή συμπεριφοράς η οποία γίνεται εμφανής από την πρώιμη παιδική ηλικία.
Σχεδόν το 2 με 5% των μαθητών σήμερα ενδέχεται να υποφέρουν από το σύνδρομο. Οι ειδικοί έχουν συμπεράνει ότι τα αγόρια υποφέρουν 6 φορές περισσότερο από τα κορίτσια. Επιπλέον, είναι σίγουρο πλέον ότι δεν αφορά μόνο παιδιά αλλά αφορά επίσης εφήβους και ενήλικες. Σχεδόν 1 με 2% εφήβων και ενηλίκων υποφέρουν από το σύνδρομο.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το σύνδρομο αυτό δεν είναι μια μοντέρνα αρρώστια ή αποτέλεσμα της κακής ανατροφής από τους γονείς. Επίσης, οι άνθρωποι που θέλουν να εξηγήσουν το σύνδρομο αυτό πρέπει να λαμβάνουν υπόψην τους ότι πολλά παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών είναι υπερκινητικά. Αυτό είναι κάτι φυσιολογικό. Δε σημαίνει ότι τα παιδιά αυτά πάσχουν από το σύνδρομο. Η διάσπαση προσοχής και η υπερκινητικότητα γίνονται πρόβλημα όταν τα συμπτώματα αυτά είναι πολύ περισσότερα σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας και όταν τα συμπτώματα επηρεάζουν τη σχολική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή του παιδιού.
Σημάδια και συμπτώματα
Το σύνδρομο μπορεί να εκδηλώνεται στα παιδιά με διαφορετικούς τρόπους και συμπεριφορές. Δεν έχουν όλα τα παιδιά τα ίδια συμπτώματα. Κάποια παιδιά μπορεί να έχουν κυρίως προβλήματα με την ελλειματική προσοχή ενώ άλλα κυρίως με την υπερκινητικότητα. Επίσης, σε κάποια παιδιά μπορεί να εκδηλώνονται τα συμπτώματα αυτά στο σχολείο κυρίως ενώ σε άλα σε άλλες δραστηριότητες όπως στο παιχνίδι ή στο σπίτι.
Τα παιδιά που έχουν προβλήματα με την διάσπαση προσοχής φαίνεται ότι αποσπάται εύκολα η προσοχή τους από άσχετους ήχους, εικόνες και εξωτερικά ερεθίσματα. Εμφανίζονται πολύ συχνά ανοργάνωτα και χάνουν εύκολα πράγματα που είναι απαραίτητα για τις σχολικές τους εργασίες όπως τα μολύβια τους. Επιπλέον, δυσκολεύονται να δώσουν την απαραίτητη προσοχή σε κάποιες δραστηριότητες και πολλές φορές δεν ακούν καν όταν κάποιος τους απευθύνει το λόγο. Δεν μπορούν να παρακολουθήσουν εύκολα τις οδηγίες που δίνονται για την ολοκλήρωση κάποιων ασκήσεων και κάνουν πολλά λάθη απροσεξίας. ‘Ισως χρειάζονται πολύ χρόνο μέχρι να αποφασίσουν να αρχίσουν μια εργασία και πολλές φορές αρχίζουν μία άσκηση και απλά παρατάνε την προηγούμενη που έκαναν, χωρίς να την έχουν ολοκληρώσει. Το να κάνουν κάτι καινούριο τους φαίνεται συχνά πολύ δύσκολο ενώ την ίδια στιγμή αφιερώνουν πολύ χρόνο σε δραστηριότητες που τους αρέσουν και τις κάνουν με μεγάλη ευχαρίστηση.
Τα παιδιά με προβλήματα υπερκινητικότητας εμφανίζονται συχνά να είναι ανήσυχα, νευρικά και γεμάτα με ενέργεια. Μιλάνε υπερβολικά, ψιθυρίζουν πολύ συχνά μέσα στο μάθημα, έχουν δυσκολία να παραμείνουν στη θέση τους και κουνάνε πολύ τα χέρια και τα πόδια τους, χωρίς να μπορούν να μείνουν ήσυχα. Αυτό γίνεται εμφανές περισσότερο μέσα στη σχολική τάξη όπου τα παιδιά αυτά φαίνεται να σηκώνονται και να τριγυρνάνε την ώρα του μαθήματος. Επιπλέον, αυτά τα παιδιά πολλές φορές νιώθουν ότι ίσως απειλούνται και αυτός είναι ο λόγος που μπορεί να γίνουν επιθετικά.
Τα παιδιά με προβλήματα αυθορμητισμού κάνουν και λένε πράγματα χωρίς να σκέφτονται πριν. Έχουν δυσκολία να περιμένουν στην ουρά ήνα περιμένουν τη σειρά τους όταν παίζουν ένα παιχνίδι και διακόπτουν τους άλλουν που μιλάνε σε συζητήσεις. Μιλάνε πολύ και δυνατά και το θέμα συζήτησής τους αλλάζει πολύ εύκολα. Αλλάζουν τη ροή της σκέψης τους χωρίς να έχουν ολοκληρώσει την προηγούμενη σκέψη τους. Διαρκώς αναζητούν να τραβήξουν την προσοχή των άλλων και αυτός είναι ο λόγος που πολλές φορές δε γίνονται εύκολα αποδεκτά σε μία ομάδα. Επίσης, συχνά διακόπτουν τις οικογενειακές και σχολικές διαδικασίες και δεν φαίνονται να είναι ανεκτικά στην κριτική που δέχονται από τους άλλους.
Εκτός από τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να υπάρχουν και άλλα συμπτώματα, διάχυτα σε όλο το φάσμα της ζωής αυτών των παιδιών. Έλλειψη αυτοπεποίθησης και αισθήματα ενοχής όπως “ δεν αξίζω τίποτα” είναι χαρακτηριστικά αυτών των παιδιών. Έχουν πολλές φορές δυσκολίες στις σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους, μαθησιακές δυσκολίες και ίσως υποφέρουν από αισθήματα μελαγχολίας και αντιδραστικές συμπεριφορές.
Αίτια
Το σύνδρομο θεωρείται να προκαλείται από ένα περίπλοκο συνδυασμό περιβαλλοντικών, γενετικών, ψυχοκοινωνικών και βιολογικών παραγόντων. Η ακριβής αιτιολογία του συνδρόμου σε κάποιο συγκεκριμένο ασθενή ίσως να είναι άγνωστη και να διαφέρει σε κάθε άτομο. Τις περισσότερες φορές το σύνδρομο δε μπορεί να αποδοθεί σε μία μόνο αιτία. Η ακριβής καταγωγή του συνδρόμου δε μπορεί να αποδοθεί, υπάρχουν όμως πολλές θεωρίες για τις πιο πιθανές εκδοχές.
Εκτιμάται ότι κύρια αιτία του προβλήματος είναι η διαφορετική λειτουργία του εγκεφάλου που έχει παρατηρηθεί από έρευνες ότι υπάρχει στα άτομα που υποφέρουν από το σύνδρομο. Η διαφορετική αυτή δομή του εγκεφάλου εντοπίζεται μάλιστα σε περιοχές που ρυθμίζουν την δραστηριότητα, την προσοχή και τον αυθορμητισμό των ανθρώπων. Επίσης, η κληρονομική προδιάθεση έχει βρεθεί να είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Σχεδόν μισοί από τους γονείς που έχουν διαγνωστεί με το σύνδρομο θα έχουν παιδί με αυτή τη διαταραχή.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τη στιγμή της γέννησης ενός παιδιού που έχει βρεθεί να έχουν σχέση με το πρόβλημα. Μερικοί από αυτούς είναι: το κάπνισμα και η χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας, το πολύ χαμηλό βάρος του μωρού,εγκεφαλικές βλάβες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού από βακτήρια ή ιούς, έλλειψη οξυγόνου τη στιγμή της γέννησης, ένα τραύμα στο κεφάλι πριν ή τη στιγμή της γέννας και τέλος κάποια δηλητηρίαση, π. χ. δηλητηρίαση από μόλυβδο, είναι όλοι παράγοντες που έχουν βρεθεί να έχουν σχέση με τη διαταραχή.
Το πρόβλημα αυτό δεν  μπορεί να δημιουργηθεί αποκλειστικά από ψυχολογικούς παράγοντες, όμως οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επιδεινώσουν την ένταση και την εξέλιξη του προβλήματος. Συχνοί οικογενειακοί καβγάδες μεταξύ γονέων, χωρισμός των γονέων ήκάποιος θάνατος, κακή ποιότητα εκπαίδευσης, συχνή κριτική και τιμωρία, κάποια ψυχιατρικά προβλήματα στην οικογένεια, ο σύγχρονος τρόπος ζωής με τα παιχνίδια στους υπολογιστές μπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση.
Διάγνωση
Όσον αφορά τη διάγνωση του προβλήματος θα αναφέρω μόνο ότι αυτή πρέπει να γίνεται ΜΟΝΟ από έμπειρους επιστήμονες οι οποίοι είναι εξειδικευμένοι για αυτό το θέμα. Οι δάσκαλοι και οι γονείς δε θα πρέπει να χαρακτηρίζουν αυθαίρετα ένα παιδάκι ότι πάσχει από το σύνδρομο απλά και μόνο επειδή είναι ζωηρό και υπερκινητικό. Άλλωστε, είναι πολύ συνηθισμένο σε κάποια παιδιά, ειδικά στα μικρά παιδιά, να είναι πολύ κινητικά ή να διασπάται η προσοχή τους. Υπάρχουν συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια και μέθοδοι για το σκοπό αυτό και ειδικά καταρτισμένοι επαγγελματίες.Κανένας μας δε δικαιούται να χαρακτηρίσει ένα παιδάκι, βασισμένος απλά στην ημιμάθειά του.
Και το λέω αυτό από προσωπική άποψη. Τι εννοώ…πριν αρχίσω να ασχολούμαι με το σύνδρομο αυτό και να διαβάζω και να μαθαίνω τι ακριβώς είναι, έχει τύχει μερικές φορές να σκεφτώ ότι κάποιο παιδάκι μπορεί να πάσχει από το σύνδρομο αυτό. Μέχρι εκεί όμως. Από την άλλη πλευρά έχω γίνει μάρτυρας σε περιστατικό όπου πατέρας και δασκάλα συζητούσαν μπροστά στο παιδάκι της Γ΄τάξης ότι μπορεί το κοριτσάκι να έχει αυτή τη διαταραχή και να συννενοούνται να πάει το παιδάκι στα ΚΕΕΔΥ, την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, στελεχωμένη με έμπειρους ανθρώπους που μπορεί να αξιολογήσουν το πρόβλημα. Ακούγοντας λοιπόν το παιδάκι αυτό τη συζήτηση άρχισε να φοβάται και να αναρωτιέται “τι έχω?”!Το παιδί λοιπόν, σε αυτήν την τρυφερή ηλικία, πήρε το μήνυμα ότι “κάτι έχει”. Και όπως αποδείχθηκε μετά δεν έπασχε καν από τη διαταραχή αυτή αλλά είμαι σίγουρη ότι ο φόβος και η έλλειψη αυτοπεποίθησης που ένιωσε ότι θα το συνόδευαν για καιρό αργότερα. Πιστεύω λοιπόν ότι η στάση και της εκπαιδευτικού και του γονέα ήταν ανεύθυνη.
Άρα η δική μου συμβουλή είναι ότι εμείς οι εκπαιδευτικοί αλλά και οι γονείς να μην συζητάμε και να μην αναφέρουμε μπροστά στα παιδιά τέτοια θέματα που είναι φυσικό να τρομάζουν τα παιδιά αλλά επίσης να μην χαρακτηρίζουμε ένα παιδί γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος μας. Ο ρόλος μας είναι να έχουμε κάποιες βασικές γνώσεις ώστε να υποπτευθούμε το πρόβλημα, να παραπέπψουμε τους γονείς και από εκεί και πέρα οι ειδικοί είναι αυτοί που θα αναλάβουν. Ο ψυχικός κόσμος των παιδιών σε τέτοια ηλικία είναι πολύ ευαίσθητος για να τον τραυματίζουμε όλοι εμείς τόσο επιπόλαια!
Πιστεύω ότι οι δάσκαλοι της Ειδικής Αγωγής σίγουρα θα έχουν να προσθέσουν κάτι περισσότερο πάνω στο θέμα. Περιμένω τα σχόλιά σας και τις διορθώσεις αν νομίζετε ότι χρειάζονται πάνω σε αυτά που έχω γράψει. Όλα είναι ευπρόσδεκτα για να ενημερώσουμε όσο καλύτερα μπορούμε γονείς και εκπαιδευτικούς.